- ρετσίνα
- Κοινή ονομασία της τερεβινθίνης, ρητίνης που ρέει είτε από μόνη της είτε μετά από εντομή του κορμού των δέντρων της οικογένειας των Κωνοφόρων και των Τερεβινθιδών. Το ρ. ανήκει στα βάλσαμα και αποτελείται από τερεβινθέλαιο, ρητινικά οξέα και αλκοόλες υψηλού μοριακού βάρους. Στη φυσιολογική του θερμοκρασία είναι στερεό, αλλά παίρνει το σχήμα του δοχείου μέσα στο οποίο περιέχεται. Είναι αδιάλυτο στο νερό, διαλυτό στην αλκοόλη και τους περισσότερους οργανικούς διαλύτες. Το ρ. που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι εκείνο που παράγουν διάφορα είδη πεύκου και χρησιμεύει για την από αυτό λήψη του τερεβινθέλαιου (νέφτι) και του κολοφωνίου, για την παρασκευή των ρητινοσαπώνων και του κρασιού ρετσίνα κλπ. Στη θεραπευτική βρίσκει σήμερα περιορισμένη εφαρμογή ως αντισηπτικό σε παθήσεις των ουροφόρων οδών και των πνευμόνων με μορφή σιροπιού, κάψουλας ή χαπιού.
* * *(I)η, Ν1. η ρητίνη2. συνεκδ. ελληνικό κρασί που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Ελλάδα από γλεύκος διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται κατά την έναρξη τής ζύμωσης 2%-3% ρετσίνι πεύκων για τη δημιουργία τής ιδιαίτερης γεύσης του («ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).[ΕΤΥΜΟΛ. μσν. λατ. resina (βλ. και λ. ῥητίνη)].————————(II)η, Νείδος βαμβακερού υφάσματος κατώτερης ποιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ύφασμα ονομάστηκε έτσι από τον υφαντουργό εργοστασιάρχη Θ. Ρετσίνα, που τό πρωτοκατασκεύασε].
Dictionary of Greek. 2013.